ῥύσιμον

ῥύσιμον
ῥύσῐμον [ῠ], τό, f.l. in Nic.Al.607.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥυσίμῳ — ῥύσιμον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”